Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Εθιμολογία-ο στερνός αποχαιρετισμός


     Ο θάνατος, ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της φύσης, ήταν φυσικό ν’ αποτελέσει ένα από τα κεντρικά αντικείμενα της θρησκευτκής σκέψης και του λαϊκού στοχασμού.
    Η ιδέα του θανάτου σε όλη την διάρκεια της ανθρώπινης πορείας ταλαιπωρεί τον άνθρωπο που την βιώνει σαν το τέρμα της ύπαρξης του. Γι’ αυτό από την αρχαία εποχή φιλοσοφικές ή θρησκευτικές θέσεις προσπάθησαν να ηρεμήσουν την ανθρώπινη ψυχή από την αγωνία του θανάτου.
     Παράλληλα στον λαό επικρατεί πλούσια εθιμολογία που χαρακτηρίζεται τόσο από σεβασμό προς τον νεκρό και την μνήμη του, όσο και τη σκέψη ν’ αποτραπεί ή να εξουδετερωθεί οποιοδήποτε κακό που θα μπορούσε  να προέλθει από τον θάνατο ενός οικείου προσώπου.
     Η στάση του Ρεντινιώτη απέναντι στον θάνατο είναι πολύ φιλοσοφημένη, την βιώνει ως ένα αναπόφευκτο φαινόμενο που πρέπει ν’ αντιμετωπισθεί με αξιοπρέπεια.
     Οι ηλικιωμένες γυναίκες αλλά και οι ετοιμόγεννες ακόμη, που ξέρουν ότι ο τοκετός μπορεί να βάλει σε κίνδυνο της ζωής τους, ετοίμαζαν μόνες τους ένα σάκο με τα ρούχα που θα τους φορέσουν όταν πεθάνουν.
     Την νεκραλαξιά των ανδρών την ετοίμαζαν οι γυναίκες, όταν έφτανα εκείνοι σε ηλικία 50-60 χρονών. Την φορεσιά αυτή την έραβαν χωρίς να κάνουν κόμπο στο νήμα του βελονιού, για να βγει η ψυχή χωρίς δυσκολία και να πάει στον παράδεισο, έβαζαν δε κι’ ένα κομμάτι κερί και σπάγκο από εννιά κλώνους, για να μην έρθει στο σπιτικό ξανά ο Χάρος.
     Στην Ρεντινιώτικη κοινωνία το πένθος, που κρατάει από τρία έως πέντε χρόνια, εκφράζεται με το μαύρο χρώμα. Οι γυναίκες φορούν μαύρα ρούχα, αλλά και οι άντρες μαύρα πουκάμισα ή μαύρο περιβραχιόνιο και δεν ξυρίζονται. Ο θάνατος εκφράζεται ακόμη με αποχή από χαρές, αλλά και τις κοινωνικές εκδηλώσεις.
     Ο επικείμενος θάνατος μαντεύετε από διάφορα σημεία, όπως όνειρα, φωνές ζώων (ούρλιασμα σκύλου την νύχτα) και ιδιαίτερα από κραυγή πουλιών, (όπως κραυγή νεκροπουλιού-κουκουβάγιας ή παράξενη κραυγή κόκορα).
     Όταν ο ετοιμοθάνατος προσηλώνει επίμονα το βλέμμα του σ’ ένα σημείο, τότε λένε ότι βλέπει τον άγγελο που έρχεται να πάρει την ψυχή του. Γι’ αυτό στην διάρκεια του ψυχορραγήματος δεν επιτρέ-πονται θρήνοι και φωνές, γιατί εμποδίζουν τον άγγελο στην εκτέλεση της αποστολής του.
     Όταν επέλθει ο θάνατος πρώτιστο μεταθανάτιο μέλημα είναι να κλείσει ένας αγαπημένος οικείος τα μάτια του πεθαμένου, όπως και το στόμα του. Η πράξη αυτή θεωρείται ιερότατη από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους.
     Μαζί με την είδηση του θανάτου, τα συγγενικά πρόσωπα εγκαταλείπουν κάθε δραστηριότητα και απασχόληση και σπεύδουν στο σπίτι του νεκρού.
     Κύριο ρόλο στην προετοιμασία και φροντίδα του νεκρού παίζουν οι γυναίκες, κυρίως οι ηλικιωμένες, ίσως γιατί οι γυναίκες που φέρνουν στον κόσμο ανθρώπους νιώθουν περισσότερο τι μυστήριο της ζωής, επομένως βιώνουν εντονότερα και το μυστήριο του θανάτου.
     Η φροντίδα του νεκρού περιλαμβάνει λούσιμο με νερό και κρασί, το σαβάνωμα, το δέσιμο του σαγονιού, των χεριών και των ποδιών με ταινίες και το ντύσιμο. Οι άγαμοι ντύνονται με φορεσιά και η κηδεία τους παίρνει τη μορφή γάμου.
     Στα χέρια ή στα ρούχα του νεκρού τοποθετούν ένα νόμισμα, για να πληρώσει τα ναύλα του που πηγαίνει στον Κάτω κόσμο. Μετά από τις ετοιμασίες αυτές ο νεκρός τοποθετείτε πάνω σε άσπρη βελέντζα ή σεντόνι, στη μέση του δωματίου με το πρόσωπο του στραμμένο στην Ανατολή. Προς το μέρος της κεφαλής και των ποδιών του ανάβουν μια λαμπάδα, ενώ δίπλα στο σώμα του νεκρού τοποθετούνται διάφορα αγαπημένα προσωπικά του αντικείμενα.
     Κοντά στον νεκρό βρίσκονται συγγενείς και φίλοι, που «ξενυχτούν» τον νεκρό. Οι γυναίκες προσέχουν επίσης, να μην μπει γάτα ή σκύλος στο σπίτι ή να μην περάσει γάτα πάνω από τον νεκρό, για να μην γίνει ο νεκρός βρικόλακας. Στο ξενύχτισμα του νεκρού προσφέρεται πικρός καφές, για να μην γλυκαθεί ο Χάρος και ξανάρθει και χτυπήσει κάποιον άλλο.
     Την ώρα πού παίρνουν  τον  νεκρό για την κηδεία σπάζουν ποτήρι ή πιάτο για να εξαφανίσουν το νεκρικό μίσεμα και τότε αρχίζει το ξεπροβόδισμα για την τελευταία περιοδεία στην Ρεντίνα, ενώ  η  καμπάνα χτυπά αργή κι  ανάερη, παραπονεμένα και λυπητερά τον απόστερνο  χαιρετισμό.
     Σε αυτή την μικρή συνοδεία βλέπεις σε τούτο το μακρύ γαϊτάνι τους ήσυχους και θλιμμένους Ρεντινιώτες, που ξέρει ο ένας τον άλλο σαν αδελφό και που πονά τον νεκρό και τον αποχωρίζεται σε τούτη  την αποφράδα ώρα με σφιγμένη την καρδιά.
     Δεν λείπει κανένας από το ξόδι, κι ας κηδεύεται ο πιο ταπεινός του χωριού, γιατί δουλειές και νιτερέσια δεν πέτρωσαν την καρδιά κανενός και χρέος μεγαλύτερο και πιο βιαστικό δεν υπάρχει γι’ αυτούς, παρά ν’ αποχαιρετίσουν το κλωνάρι του χωριού πού μαράθηκε μπρος στα μάτια τους.
     Μπορείς κιόλας  να πεις πως αυτή η σεμνόπρεπη συνοδεία, με τους συγχωριανούς που σιγοπερπατούν πίσω από τα ξαπτέρηγα, πήρε με τον καιρό για τους Ρεντινιώτες μια κρυφή σημασία που λέει πολλά.
     Είναι μια δημόσια τελετή που μονάχα αυτή ταιριάζει στον τόπο τους. Η πίκρα τούτη κι η άφωνη θλίψη άνοιξαν σιγά σιγά το μεράκι της καρδιάς για κάθε όμορφο, για κάθε απλό και ταπεινό στον διαβατάρικο τούτο κόσμο.
     Η ταφή γίνεται πριν την δύση του ήλιου και παίρνει ευρύτατη κοινωνική σημασία, με την ηθική συμπαράσταση στην οικογένεια του νεκρού. Πριν ενταφιάσουν τον νεκρό, ο παπάς λύνει τα χέρια και τα πόδια του, για να μπορεί να κινείται η ψυχή του ελεύθερα στον Κάτω Κόσμο.
     Πάνω στο σώμα του νεκρού χύνουν σταυροειδώς κρασί ή λάδι και σπάζουν το κανάτι που το περιέχει. Όλοι οι παρευρισκόμενοι ρίχνουν λίγο χώμα πάνω του με την ευχή «θεός σχορέστον» και ποτίζουν με το κλάμα τους το χώμα που σκέπασε τον πεθαμένο.
     Σαν τελειώσουν όλα αυτά παίρνει πάλι ο κόσμος  σε πομπή τον δρόμο του γυρισμού. Ένας ακόμη χωριανός έχει πεθάνει κι έχει ταφεί. Έσβησε κι η τελευταία  ψαλμωδία στο κοιμητήρι πια ξεχύνεται ησυχία και η γαλήνη της αιωνιότητας σε αγγίζει ανάλαφρα με τα φτερά της και βλέπεις ήρεμα τάφους που είναι αραδιασμένοι με τάξη.
     Γύρω στα μνήματα πάνω στα δέντρα ακούγονται τιτιβίσματα και κελαηδίσματα πουλιών. Το λάλημα τους παρηγοριά στην ψυχή, φτάνει να βρισκόταν ψυχή να τ’ ακούσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου