Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Ο τρομερός λήσταρχος Τσιούκας


     Επί Τουρκοκρατίας και ειδικά στην εποχή του Αλή Πασά, πολλοί Έλληνες που δεν άντεχαν κυρίως την σκλαβιά και τη φτώχια μαζί, αναγκάστηκαν να γίνουν ληστές και ν’ ανέβουν στα βουνά. Λήστευαν συνήθως Τούρκους αλλά και πλούσιες Ελληνικές οικογένειες.
    Ένας άλλος Ρεντινιώτης λήσταρχος ήταν ο τρομερός  Τσιούκας με τ’ όνομα, αυτός λήστευε Τούρκους και Έλληνες τσιφλικάδες στα Θεσσαλικά καμποχώρια. Λέγεται ότι το χωριό Τσούκα πήρε τ’ όνομα του από τα καλά που τους έκανε.
     Τις πιο πολλές φορές παραφύλαγε τους Τούρκους φορατζήδες  που ερχόταν με συνοδεία ένοπλης φρουράς για να εισπράξουν το χαράτσι, τους άφηνε να τα μαζέψουν και κατόπιν τους έστηνε καρτέρι τους  τα  έπαιρνε και τα έδινε σε όσους φτωχούς είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη.
     Μια φορά σε μια τέτοια συμπλοκή σκοτώθηκαν πολλοί, τότε του είπαν οι άλλοι  «Τσιούκα  πολύ αίμα έχυσες» και αυτός τους απάντησε «δεν ήταν δικό τους το αίμα, ήταν αυτό που πίνανε από μας».
     Είχε καρδιά τρυφερή ο λήσταρχος Τσιούκας, μοίραζε τα κλεμμένα, βοηθούσε τους φτωχούς που είχαν ανάγκη, προστάτευε τις χήρες και πάντρευε τα φτωχοκόριτσα. Έβλεπε τα φτωχά κορίτσια που έσκαβαν με το τσαπί, τα λυπόταν  και τους έδινε λεφτά να αγοράσουν βόδια για το όργωμα.
     Σύμφωνα με μια προφορική παράδοση, ο θεριακλής λήσταρχος Τσιούκας κάποτε ενοχλήθηκε βάναυσα από έναν καταδότη που λεγόταν Μπόρλας. Ο λήσταρχος δεν το ξέχασε τον έπιασε, τον έδειρε και του είπε «κάτσε καλά γιατί άμα μεταβάλεις σπιουνιά, μην σε βρω μπροστά μου θα σε πιάσω και δεν θα γλιτώσεις».
     Αλλά αυτός δεν έκοβε το χούι. Την δεύτερη φορά τον τιμώρησε έτσι, του έστησε ενέδρα και αφού τον κυνήγησε και τον έπιασε «διαόλου σπέρμα -του λέει- ’τοιμάσου να παραδώσεις ψυχή!» και τον κρέμασε ανάποδα και τον έγδαρε ζωντανό, δίπλα στο γεφύρι,  κάτω από ένα πλάτανο.   
     Το καλοκαίρι συχνά ο λήσταρχος επισκεπτόταν  στα μαντριά και στα καλύβια τους ντόπιους εξοχίτες κτηνοτρόφους  και ζητούσε να τον εφοδιάσουν ψωμί, τυρί, πίτες, σφάγια. Οι εξοχίτες  ήταν τίμιοι άνθρωποι, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Άμα δεν τον είχες φίλο το ληστή και δεν τον έκρυβες, όταν τον κυνηγούσαν και δεν του έκανες την τάβλα όταν παράγγελνε, τότε σ’ είχε στο μάτι  και κατέβαινε ένα βράδυ και τα ’κανε  όλα γης ρημαδιό.
     Τον χειμώνα δε κατέβαινε στο χωριό και τους ρήμαζε. Για πολλά χρόνια οι κτηνοτρόφοι γιδάρηδες και προβατάρηδες τράβηξαν αυτό το βάσανο και κάποτε η υπομονή τους εξαντλήθηκε. Αποφάσισαν τότε να τον βγάλουν από τη μέση.
     Τον κάλεσαν  λοιπόν καταχείμωνο  σ’ ένα τραπέζι. Άναψαν καλά το τζάκι,  έξω είχε χιόνια περίπου ένα μέτρο, του μαγείρεψαν ωραία φαγητά και του πρόσφεραν κρασί άφθονο.
     Ροβόλησε με όλο αρχοντιά, στητός, τραχύς κι αγριωμούτσουνος με  γένια αξούριστα ο Τσιούκας, άφησε  το ντουφέκι  του και καλοσκαμνίστηκε δίπλα στο τζάκι με τα λαμπαδιασμένα κούτσουρα και πυρωνόταν. Έπειτα ρίχτηκε στο φαγοπότι που κράτησε αρκετή ώρα, τα δόντια του άλεθαν συνεχώς με όρεξη,  έπινε  συνεχώς κρασί και σφούγγιζε με τις παλάμες τα βρεμένα μουστάκια του, σηκώνοντας  δε τον μαστραπά  έλεγε με την βροντερή φωνάρα του «άντε, σ’ υγεία σας καλά παιδιά».
     Έφαγε καλά ο Τσιούκας, ήπιε κρασί αρκετό, κι έστριβε από καιρού σε καιρό και κανένα τσιγάρο, έπειτα  ήρθε στο κέφι  και ξένοιαστα το ’ριξε και στο κλέφτικο τραγούδι της τάβλας. Παραΰστερα το κρασί χτύπησε με θυμό τα μελίγγια του, ένιωσε  όλα γύρω του να σκαμπανεβάζουν, η  γλυκιά όμως θαλπωρή δίπλα στο τζάκι τον νάρκωσε, του γλάρωσε τα ματόφυλλα  και τον πήρε ο ύπνος.  Εκεί βούλιαξε μέσα στο μούρμουρο και τους ήχους κι αποκοιμήθηκε.
     Μόλις άρχισε να ροχαλίζει  του πέρασαν μια θηλιά στο λαιμό και τον έπνιξαν. Έπειτα αντί να τον θάψουνε επειδή ήταν βαρυχειμωνιά, τον πήγαν στην σάρα στο Σταυρό και τον πέταξαν μέσα στα χιόνια.
     Ο Σταυρός είναι  τοποθεσία από τα παλιά χρόνια έξω από το χωριό. Τότε που είχε πέσει και στο χωριό μας μεγάλη πανούκλα, εκεί πήγαιναν οι παπάδες και σταύρωνα το χωριό κάτω από αγιασμό, να φύγει το κακό από τον τόπο μας. Κι από τότε τ’  όνομα έμεινε Σταυρός.
     Γοργοκύλησε  ο καιρός η άνοιξη που περίμενε υπομονετικά τον χειμώνα να βαρεθεί να φύγει, τον έσπρωξε και πέρασε το κατώφλι, πέρασε ο χειμώνας, μπήκε ο Απρίλης τα χιόνια λιώσανε, τα δέντρα άρχισαν πλέον να μπουμπουκιάζουν, η γης να ντύνεται στα πράσινα και τότε το σώμα του τρομερού λήσταρχου Τσιούκα βρέθηκε ανέπαφο.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου