Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Ιερά Μονή Ρεντίνας


  Σε απόσταση επτά χιλιομέτρων από το χωριό  στα όρια των νομών Καρδίτσας και Φθιώτιδας, ακινητεί αιώνες τώρα το αναμφισβήτητα λαμπρό μηνμείο της περιοχής και καμάρι της Ρεντίνας, το περίφημο Μοναστήρι της Παναγιάς, η Σταυροπηγιακή Ιερά Μονή Ρεντίνας.
  Αφιερωμένη αρχικά από ιδρύσεως τη στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου, αλλά επειδή είναι τοποθετημένη εκεί και  η κάρα του Αγίου Βασιλείου πρεσβυτέρου  Αγκύρας,  που μαρτύρησε  κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του παραβάτου το  362μ. Χ., τιμάτε και στην μνήμη του.
   Ο Άγιος Βασίλειος προστάτης  των ποιμένων και πολιούχος του χωριού, πανηγυρικά τιμάτε στις 22   Μαρτίου, φυλάσσεται δε από τα τέλη του 18ου αιώνα που ήρθε στην  Μονή και η οκταγωνική ασημένια τίμια κάρα του, αξιόλογο έργο από Καλαρρύτες αργυροτεχνίτες. Η δε φορητή εικόνα του Αγίου εκλάπη δυστυχώς το 1973.
    Πρωτοχτίστηκε η Μονή  στα Βυζαντινά χρόνια τιμάτε δε με βαθύτατο σεβασμό στο όνομα της Κοίμησης της Θεοτόκου και πανηγυρίζει  με ξεχωριστή λαμπρότητα την γιορτή της Παναγίας στις    15 Αυγούστου, με μεγάλη προσέλευση  των κατοίκων ακόμη και από τα γύρω χωριά.
     Το ιστορικό καστρομοναστήρι καύχημα της περιοχής είναι κτισμένο μέσα σε πανέμορφο δάσος κατάφυτο με βελανιδιές, στην κατηφορική πλευρά λόφου των απρόσιτων κορυφών των Αγράφων.
    Τείχια γερά και πεντάψηλα ολοτρόγυρα, μοιάζει σαν  κάστρο. Το κτιριακό του συγκρότημα αποτελείται από το καθολικό Αθωνικού τύπου και δύο πτέρυγες κελιών, η τριώροφη ανατολική και η διώροφη δυτική.
     Στην πλακόστρωτη αυλή και στο μέσο της υψώνεται το περικαλλές καθολικό με τον τρίκογχο τρούλο, το περίκομψο επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο Ρωσικής προέλευσης και οι δεσποτικές εικόνες έργα του ζωγράφου Ιωάννη, τις ιδιαίτερα με τα μισοσβησμένα χρώματα των βυζαντινών καιρών αξιόλογες βυζαντινής τεχνοτροπίας αγιογραφήσεις, τον εσωνάρθηκα, τον εξωνάρθηκα και τα παρεκ-κλήσια στις πλάγιες πλευρές του, αριστερά των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και Αγίου Νικολάου και δεξιά του Τιμίου Προδρόμου.
     Πότε ιδρύθηκε το φημισμένο Μοναστήρι κορώνα της Ρεντίνας, δεν είναι ακριβώς γνωστό. Σύμφωνα με κατά επιτόπια παράδοση και λεγόμενα των γεροντοτέρων είναι πολύ παλιό, υπήρξε χρονολόγηση το 1020 τόσα. Δυστυχώς η πλάκα εκείνη στην οποία αναγραφόταν η σχετική χρονολογία δεν υπάρχει σήμερα. Στο καθολικό όμως και στο μέσο περίπου του εξωτερικού τοίχου της κόγχης του Ιερού, υπάρχει εντοιχισμένη αναμνηστική πλάκα, που μνημονεύει ότι η ανακαίνιση ολόκληρου του Μοναστηριού και του Ναού, έγινε το 1579 επί ηγουμένου Δαμασκηνού ιερομόναχου.
     Δεύτερη ανακαίνιση του Ναού έγινε το 1640 δαπάνες του Μόσχου Στραβοένογλου, το δε 1662 σύμφωνα με την κτιτορική επιγραφή, που βρίσκεται πάνω από την δυτική θύρα, με την οποία το καθολικό της Μονής επικοινωνεί με τον νάρθηκα, πρωτοαγιογραφήθηκε ο ναός από τον ζωγράφο Ιωάννη με την συνδρομή και δαπάνες του άρχοντος Φράγγου Στραβοένογλου και ηγουμένου του ιερομόναχου Θεωνά.
     Ο περιτειχισμένος περίβολος του Μοναστηριού και ο χαρακτήρας του δημιουργεί την εντύπωση οχυρού Φρουρίου. Ο πέτρινος ισχυρός περίβολος περικλείει όλο το κτιριακό συγκρότημα, που αποτελείται από το Καθολικό Αθωνικού τύπου και τις δύο πτέρυγες κελιών, η  τριώροφη ανατολική και η διώροφη δυτική μετά των βοηθητικών χώρων την πλακόστρωτη αυλή, στο μέσο της  οποίας υψώνεται το περικαλλές Καθολικό με τον τρίκοχο









Εξωτερική άποψη του Καθολικού της Μονής
 
τρούλο. Όμοιες πτέρυγες με κελιά, αποθήκες και βοηθητικούς χώρους, υπήρχαν άλλοτε και στις δύο άλλες πλευρές, τη βόρεια και την νότια.
    Η βρύση του Μοναστηρι  βρίσκεται έξω από τον περίβολο της, απέναντι από την δευτερεύουσα ανατολική είσοδο. Η καμάρα της βρύσης μικρού βάθους διατρυπάτε από τον υδροφόρο κρουνό που καταλήγει στην λεγομένη «κοπάνα» απ’ όπου πίνεται το δροσερό νερό.                          
    Το τετρακίονο περικαλλές  Καθολικό συγγενεύει με τον αγιορείτικο τύπο με βασικό χαρακτηριστικό τον τρίκογχο τρούλο. Στην βορειοδυτική γωνιά του εντός του κυρίως ναού βρίσκεται κρύπτη στην οποία κατέρχεται κανείς με μικρή σκάλα, στην υπόγεια αυτή κρύπτη τοποθετούσαν  κατά σειρά τα κρανία των κοιμηθέντων μοναχών της μονής, μερικά από τα οποία  διατηρούνται μέχρι σήμερα.
















Η
 
                               
     Είναι σημαντικό μνημείο λόγω  της αρχαιότητας, του καλλιτεχνικού πλούτου, της ιστορικής θρησκευτικής  παράδοσης, αλλά και της συμμετοχής  στην παράλληλη ιστορία της Ρεντίνας.             
   Γνώρισε ξεχωριστή ακμή  στο πέρασμα της ιστορίας, αφού παλαιά  υπαγόταν στην επισκοπή Λιτής και  Ρενδίνης και κατά την Τουρκοκρατίας υπήρξε φρούριο των αγωνιστών της   
της κλεφτουριάς. Στο μοναστήρι της υπεραγίας Θεοτόκο έγινε το 1657 η εκλογή του επισκόπου Λιτζάς και Αγράφων    Ιακώβου, που υπήρξε ο 25ος κατά  σειράν επίσκοπος Θαυμακού. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει  το μεγάλο κύρος που είχε κατά την εποχή εκείνη.
     Στους τοίχους του εξωνάρθηκα του ναού υπάρχουν γραμμένες με ανεξίτηλο μελάνι ενθυμήσεις ιστορικών γεγονότων. Μια από αυτές του 1789 αναφέρεται στον διωγμό των Κοντογιαναίων  από τον Αλή Πασά, άλλη του 1793 για επίσκεψη στην Μονή του αρχιερέως Νέων Πατρών ή Πατρατζίκι, συνοδεύοντας με τον επίσκοπο Θαυμακού τον Μητροπολίτη Λαρίσης Διονύσιο και άλλη του 1817 για την τριήμερη επίσκεψη του Αλή Πασά στην Ρεντίνα.
     Ανάμεσα στα κελιά της δυτικής πτέρυγας υπάρχει το αθέατο παρεκκλήσι του Τιμίου Σταυρού, όπου η μυστική θύρα είναι είσοδος, που οδηγούσε σε μια μεγάλη κρύπτη και λειτουργούσε κατά την παράδοση το κρυφό Σχολείο στην εποχή της Τουρκοκρατίας.
     Η Μονή κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας γνώρισε μεγάλη άνθιση και αριθμούσε 50 μοναχούς. Είχε στην κατοχή της πλούσια μετόχια στις γύρω περιοχές, Κατάχλωρο, Σμόκοβο, Δομοκό και Τσούκα, ακόμη διατηρούσε μετόχι στην Μόσχα της Ρωσίας, όπου με ουκάζιο (χρυσόβουλο) του Τσάρου Αλέξιου Μιχαήλοβιτς ταξίδευαν συχνά για χρόνια οι μοναχοί της.
     Ήταν πλούσια με κήπους, αλώνι, αχυρώνα, μελίσσια, στάβλο, κτηνοτροφία και φυσικά είχε δωμάτια για την φιλοξενία επισκεπτών, διατηρούσε δε ακόμη εξαιρετική βιβλιοθήκη και νοσοκομείο για α-πόρους.
     Είχε μεγάλα κοπάδια γίδια, πρόβατα, πολλά βόδια και γελάδες. Ακόμα είχε μεγάλη κτηματική περιουσία, είχε χωράφια, γύρω και μακρύτερα τα οποία καλλιεργούσαν. Λέγεται από τους παλιούς  είχε τόσα πολλά σταφύλια και για να μην τα κουβαλάνε όλα στο μοναστήρι, τα πατούσαν επί τόπου και είχαν κιούγκια που ερχόταν ο μούστος στο μοναστήρι.
     Η Ιερά Μονή Ρεντίνας λόγω της γεωγραφικής θέσης όπου κατείχε και της ισχυρής οικονομικής της αυτοτέλειας, αποτέλεσε αρκετές φορές σημείο μαχών κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, πνευματικό κέντρο και αποκούμπι των αρματολών.
     Η Μονή Ρεντίνας ακόμη κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, υπήρξε λόγω της πνευματικής ακτινοβολίας της, σπουδαίο εκκλσιαστικό κέντρο και φυτώριο Ιεραρχών που τίμησαν την Εκκλησία.     Από την Ρεντίνα πέρασε και δίδαξε ο εθναπόστολος και εθνεγέρτης  Άγιος Κοσμάς  ο Αιτωλός.
.     Από την αδελφότητα της Μονής Ρεντίνας προερχόταν ο Αρχιερέας Ιερόθεος της επισκοπής Νέων Πατρών ή Πατρατζίκι (Υπάτης), ο οποίος συνόδευσε με τον επίσκοπο Θαυμακού τον Μητροπολίτη Λάρισας Διονύσιο. Την δε ημέρα της εορτής του Τιμίου Σταυρού το 1796 χειροτονείται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο, ο εκ Ρεντί-νας προερχόμενος Δοσίθεος, ως Μητροπολίτης Αχρίδας (Σερβίας).
     Η μεγάλη πνευματική ακτινοβολία του Μοναστηριού οφειλόταν κατά κύριο λόγο, στην καλλιέργεια σε αυτό των γραμμάτων και την προσπάθεια να ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο των γύρω πληθυσμών.
     Στην Μονή λειτούργησε η Ανωτέρα Σχολή Παιδείας, όπου το 1757 δίδαξε ο επιφανής διδάσκαλος Παπαδημήτρης, προς τον οποίον υπάρχει γράμμα του Πατριάρχη της Πόλης Καλλίνικου Δ΄ του Ζαγοραίου. Ιδιαίτερα αξιόλογη ήταν η βιβλιοθήκη της και οι χειρόγραφοι κώδικες σε μεμβράνες.
     Το 1848 οι οπλαρχηγοί της Στερεάς Ελλάδας, Παπακώστας Τζαμάλας, και Βαγγέλης Μπαλατσός, μετά από αποτυχημένο κίνημα τους βρήκαν καταφυγή στην Μονή Ρεντίνας.
     Το δε 1854 και το 1867 έγιναν μάχες μέσα στο Μοναστήρι με ντόπιους οπλαρχηγούς και Τούρκους. Η ερείπωση της Μονής ολοκληρώθηκε το 1867 και παρ’ όλα ταύτα το 1881, είχε ακόμη επτά μοναχούς. Ύστερα εγκαταλείφθηκε και πολλά από τα χειρόγραφα και τούς κώδικες, που κατείχε, χάθηκαν.
      Για λίγα χρόνια έγινε μετόχι της Μονής Κορώνας και το 1927 ο λόγιος, Μητροπολίτης Ιεζηκιήλ επανασύστησε την Μονή. Λέγεται κατά πως έχουν να μολογούν οι γέροντες, ότι ο καλόγερος Αβραάμ κατά κόσμον Γεώργιος Μπούσκος διαμαρτυρόταν στον επίτροπο Νικολάκη Μυλωνή, για την καταπάτηση των χωραφιών της Μονής, από τους γύρω κτηνοτρόφους.
     Μια και δυο ο καλόγερο κατεβαίνει στην Καρδίτσα  και καβάλα στ’ άλογο μπαίνει στο Χάνι του Μυλωνή. Στην διαμαρτυρία  του Μυλωνή «ε! βρε καλόγερε με το άλογο μπαίνεις στο μαγαζί» ο καλόγερος ψύχραιμα απαντά «το ίδιο δεν κάνουν και οι δικοί σου στο μοναστήρι».


     Ναός τη










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου